- μικρολογήσομαι
- μῑκρολογήσομαι , μικρολογέομαιto beaor subj mp 1st sg (epic)μῑκρολογήσομαι , μικρολογέομαιto befut ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.